Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλατάρω [klatáro] Ρ6α μππ. κλαταρισμένος : 1. για λάστιχο αυτοκινήτου, ποδηλάτου κτλ., σκάω: Tο δυστύχημα οφείλεται σε κλαταρισμένο λάστιχο. 2. (μτφ., προφ.) εξουθενώνομαι: Kλάταρε από την κούραση / από τη στενοχώρια.
[γαλλ. éclat(er) -άρω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]