Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλαπατσίμπαλα τα [klapatsímbala] Ο41 : (οικ.) 1. είδος κρουστών μουσικών οργάνων. || μειωτική ονομασία για διάφορα μουσικά όργανα. 2. γενική ονομασία για διάφορα εξαρτήματα ή εργαλεία.
[ειρ. αλλοίωση του μσν. κλαβιτσίμπαλον (στον πληθ.) ίσως ηχομιμ. παρετυμ. κλάπα κλάπα < ιταλ. clavicembalo `κλειδοκύμβαλο, όργανο΄]