Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλανιάρης
1 εγγραφή
κλανιάρης ο [klanáris] Ο11 θηλ. κλανιάρα [klanára] Ο25α : 1. (χυδ.) αυτός που κλάνει συχνά. 2. (προφ., οικ., μτφ.) ο φοβητσιάρης: Ο ~, μόλις είδε τα σκούρα σηκώθηκε κι έφυγε.

[κλαν(ιά) -ιάρης· κλανιάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες