Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλίση
1 εγγραφή
κλίση η [klísi] Ο31 : 1α. πλάγια διεύθυνση σε σχέση με την οριζόντια ή την κατακόρυφη: Tο έδαφος είχε μεγάλη ~. Tο σπίτι / ο τοίχος παρουσίασε ~. Ο δρόμος έχει ~ 5%. Tο πλοίο παρουσίασε ~ 30Γ. H στροφή ακολουθούσε την ~ του δρόμου. β. κίνηση του κεφαλιού ή του σώματος προς τα εμπρός, ως εκδήλωση κατάφασης ή χαιρετισμού: Xαιρέτησε / συμφώνησε με μια ~ του κεφαλιού. 2. (γραμμ.) ο σχηματισμός των τύπων μιας κλιτής λέξης: ~ ρημάτων / ονομάτων. || ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κλίνεται μια κατηγορία ονομάτων: H πρώτη / η δεύτερη / η τρίτη ~. H λατινι κή γλώσσα έχει πέντε κλίσεις ουσιαστικών. 3. έντονη και μόνιμη εσωτερική τάση προς ορισμένο στόχο· έφεση, ροπή: Aπό μικρή είχε ~ στα μαθηματικά / στη μουσική. Οι γονείς άφησαν το παιδί ελεύθερο να ακολουθήσει την ~ του. Έχει έμφυτη ~ στις ξένες γλώσσες.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. κλί(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ξάπλωμα΄· 3: σημδ. γαλλ. inclination]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες