Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλίριγκ
1 εγγραφή
κλίριγκ το [klíriŋg] Ο (άκλ.) : διακρατική σχέση για εμπορικές ανταλλαγές· εμπορικός συμψηφισμός.

[λόγ. < αγγλ. clearing]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες