Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλίνη
2 εγγραφές [1 - 2]
κλίνη η [klíni] Ο30 : I1. (λόγ.) το κρεβάτι: Επιθανάτια / νεκρική ~. ΦΡ προκρούστεια* ~. 2. ως μονάδα μέτρησης της δυναμικότητας ξενοδοχείων, νοσοκομείων κτλ.: Ξενοδοχείο πεντακοσίων πενήντα κλινών. Στον παθολογικό τομέα προστέθηκαν ακόμα πενήντα κλίνες. II. (ναυτ.) ναυπηγική ~, ειδική κατασκευή η οποία χρησιμεύει ως βάση για τη ναυπήγηση ή την επισκευή πλοίου στο ναυπηγείο· σκάρα 2.

[λόγ.: I: αρχ. κλίνη· II: σημδ. αγγλ. berth]

κλινήρης -ης -ες [kliníris] Ε11 γεν. πληθ. κλινήρων : (λόγ.) για άνθρωπο που βρίσκεται στο κρεβάτι λόγω αρρώστιας: Ο γιατρός τού συνέστησε να παραμείνει ~.

[λόγ. < ελνστ. κλινήρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες