Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλίβανος ο [klívanos] Ο19 : ειδική κατασκευή η οποία κλείνει στεγανά και μέσα στην οποία αναπτύσσονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες: Aπολυμαντικός ~. ~ αρτοποιίας. Bιομηχανικός ~.
[λόγ. < ελνστ. κλίβανος `αγγειοπλαστικός φούρνος΄, αρχ. σημ.: `σκεπαστό αγγείο από χώμα΄ σημδ. γαλλ. fourneau]