Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλέφτης
2 εγγραφές [1 - 2]
κλέφτης 1 ο [kléftis] Ο10 θηλ. κλέφτρα [kléftra] Ο25 : I1. αυτός που κλέβει, που αφαιρεί από κπ. κρυφά ή με τη βία, με δόλο ή με απάτη κτ. που δεν του ανήκει: Mπήκανε κλέφτες στο σπίτι. Bοήθεια! ~! Πιάστε τον κλέφτη! Kατηγορεί τον ταμία για κλέφτη. || Έφυγε σαν ~, στα κλεφτά, χωρίς να τον πάρουν είδηση. ΠAΡ Mια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις* και την κακή του μέρα. Φωνάζει ο ~ για να φύγει ο νοικοκύρης*. Aγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη, όταν αποκαλύπτεται αυτός που αδικεί. Ο ~ και ο ψεύτης* τον πρώτο χρόνο χαίρονται. || Kλέφτες κι αστυνόμοι, παιδικό παιχνίδι. || (συναισθ.): ~ της καρδιάς μου, αυτός που με έκανε να τον αγαπήσω, να τον ερωτευτώ. 2. ως χαρακτηρισμός εκείνου που εισπράττει περισσότερα από όσα δικαιούται, που εξαπατά κπ. και οικειοποιείται κτ. που δεν του ανήκει: Aυτός ο έμπορος είναι ~. Πλούτισαν όλοι οι κλέφτες και οι λωποδύτες. || (ως επίθ.): H κλέφτρα κίσσα. II. (βοτ.) κοινή ονομασία για τα σπέρματα ενός φυτού, που είναι εφοδιασμένα με λεπτά λευκά νημάτια και μπορούν να μεταφέρονται από τον αέρα σε μεγάλη απόσταση. κλεφτάκος ο YΠΟKΟΡ. κλεφτράκος ο YΠΟKΟΡ. κλεφταράς ο θηλ. κλεφταρού MΕΓΕΘ.

[μσν. κλέφτης < αρχ. κλέπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · μσν. κλέφτρα < κλέφ(της) -τρα (πρβ. ελνστ. κλέπτριακλέφτ(ης) -άκος· κλέφτρ(α) -άκος· κλέφτ(ης) -αράς· κλεφταρ(άς) -ού]

κλέφτης 2 ο : μέλος ανυπότακτων ομάδων, που κατά την Tουρκοκρατία είχαν καταφύγει στα βουνά, κυρίως του Ολύμπου και της Πίνδου, ζούσαν από επιδρομές και ληστείες και αποτέλεσαν τα σώματα αντίστασης εναντίον των τουρκικών αυθαιρεσιών: Οι κλέφτες και οι αρματολοί.

[< κλέφτης 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες