Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλάνω [kláno] Ρ αόρ. έκλασα, απαρέμφ. κλάσει, μππ. κλασμένος : (προφ., οικ.) 1. αφήνω να βγουν από τον πρωκτό, συνήθ. με θόρυβο, τα αέρια που δημιουργούνται στον εντερικό σωλήνα. ΠAΡ Είπαμε γριά να κλάνεις κι όχι να το παρακάνεις*. || (χυδ.) ΦΡ κλάσε μας!, παράτα μας! τα ΄κλασε, φοβήθηκε και εγκατέλειψε την προσπάθεια. κλάσε μας / θα μας κλάσεις τ΄ αρχίδια, για να δηλώσουμε ότι δεν υπολογίζουμε κπ. που μας απειλεί. 2. (χυδ., μτφ.) περιφρονώ κπ., αδιαφορώ πλήρως γι΄ αυτόν: Είχαμε ραντεβού κι αυτός δεν ήρθε, μας έκλασε. Δε μου δίνει καθόλου σημασία, μ΄ έχει τελείως κλασμένο.
[μσν. κλάνω (στη νέα σημ.) < αρχ. κλάω `σπάζω΄ (“σπάζω αέρα”, σύγκρ. αγγλ. break wind) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κλασ- κατά το σχ.: φτασ- (έφτασα) - φτάνω]