Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλάμα
1 εγγραφή
κλάμα το [kláma] Ο48 : ροή δακρύων ως εκδήλωση μιας δυσάρεστης ψυχικής κατάστασης ή σωματικού πόνου: Aρχίζω / βάζω / μπήγω τα κλάματα. Σπαράζω / σκάω / βαλαντώνω στο ~. Ξέσπασε σ΄ ένα βουβό ~. Tο πρώτο ~ του μωρού. ||. (προφ.): Έπεσε ~! Έριξα ένα ~! ΦΡ για κλάματα, που είναι τόσο άθλιο, ώστε προκαλεί ειρωνικά σχόλια: Γιατρός / γαμπρός για κλάματα. για γέλια* και για κλάματα. τον πήραν τα κλάματα, άρχισε να κλαίει.

[μσν. κλάμα < αρχ. κλαῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες