Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιτρινο- [
itrino] & κιτρινό- [ itrinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του κίτρινου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: κιτρινόμαυρος, κιτρινόξανθος, ~πράσινος. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει κίτρινο χρώμα: ~μάγουλος, ~μούρης. 3. σε σύνθετες λέξεις που αποτελούν την κοινή ή προφορική ονομασία ζώων ή φυτών: ~λούλουδο, κιτρινόξυλο, ~πούλι. [ελνστ. κιτρινο- θ. του επιθ. κίτρινο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. κιτρινο-ειδής `που έχει το χρώμα του κίτρου΄, μσν. κιτρινό-χρυσος]