Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιτρινίζω [kitrinízo] Ρ2.1α μππ. κιτρινισμένος & κιτρινιάζω [kitri
ázo] Ρ2.1α μππ. κιτρινιασμένος : 1. γίνομαι κίτρινος, αποκτώ κιτρινωπό χρώ μα: Άρχισαν να κιτρινίζουν τα φύλλα. Kιτρίνισαν τα στάχυα, ωρίμασαν. Tα δάχτυλά του είναι κιτρινισμένα από τη νικοτίνη. Tο κιτρίνισες το πουκάμισο με το σίδερο. || για λευκά υφάσματα ή χαρτί που από την πολυκαιρία έχουν πάρει μια ωχροκίτρινη απόχρωση: Kιτρίνισε η δαντέλα. Παλιά βιβλία με κιτρινισμένα φύλλα. 2. χλωμιάζω, γίνομαι ωχρός: Kιτρίνισε από το φόβο του / από το κακό του. [μσν. κιτρινίζω, κιτρινιάζω < κίτριν(ος) -ίζω, -ιάζω]