Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιούγκι
1 εγγραφή
κιούγκι το [kúni] Ο44α : (λαϊκότρ.) πήλινος σωλήνας για ύδρευση.

[τουρκ. künk με ηχηροπ. του [k] ύστερα από ριν. σύμφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες