Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κινησιολογία
1 εγγραφή
κινησιολογία η [kinisiolojía] Ο25 : 1. χαρακτηρισμός της έρευνας των κινήσεων του σώματος με σκοπό τη βελτίωσή τους. 2. (ιατρ.) μελέτη του τρόπου χρησιμοποίησης των κινήσεων για τις ανάγκες του ανθρώπου. 3. διδασκαλία των τρόπων κατάλληλης κίνησης του σώματος ή μελών του σώματος στο θέατρο και στο χορό.

[λόγ. < αγγλ. kinesiology < kinesio- = κινησιο- + -logy = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες