Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κινηματικός
1 εγγραφή
κινηματικός -ή -ό [kinimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κίνηση: Kινηματικό σημείο, χειρονομία.

[λόγ. < γαλλ. cinématique < αρχ. κινηματ- (κίνημα) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες