Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κινδυνολογώ [kinδinoloγó] Ρ10.9α : σκόπιμα διογκώνω υπαρκτούς ή παρουσιάζω ως υπαρκτούς ανύπαρκτους, στην πραγματικότητα, κινδύνους.
[λόγ. κινδυνο(λογία) -λογώ]