Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιθαρίστας
1 εγγραφή
κιθαρίστας ο [kiθarístas] Ο3 & κιθαριστής ο [kiθaristís] Ο7 θηλ. κιθαρίστα [kíθarísta] Ο25 & κιθαρίστρια [kiθarístria] Ο27 : καλλιτέχνης που παίζει κιθάρα.

[κιθάρ(α) -ίστας· λόγ. < αρχ. κιθαριστής `παίχτης κιθάρας΄ (δες την ετυμ. της λ.)· κιθαρίστ(ας) -α· λόγ. κιθαρισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες