Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιγκλιδωτός -ή -ό [kiŋgliδotós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος με κιγκλίδωμα ή που κλείνεται με κιγκλίδωμα: ~ φράχτης. Kιγκλιδωτά παράθυρα.
[λόγ. κιγκλιδ- (δες κιγλίδα) -ωτός απόδ. γαλλ. grillagé]