Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιβώτιο το [kivótio] Ο40 : 1. μεγάλο ορθογώνιο κουτί από σκληρό υλικό (χαρτόνι, ξύλο, μέταλλο, πλαστικό κτλ.) συνήθ. με κάλυμμα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για τη συσκευασία και τη μεταφορά εμπορευμάτων: Ένα ~ μπίρες / κρασιά / γάλατα. Aγοράζει τα αναψυκτικά με το ~. 2. (τεχν.) ~ ταχυτήτων*. (ηλεκτρολ.) ~ ακροδεκτών, το κιβώτιο στο οποίο καταλήγουν τα καλώδια μιας εσωτερικής ηλεκτρικής εγκατάστασης.
κιβωτιάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. 1: αρχ. κιβώτιον (υποκορ. του κιβωτός)· 2: σημδ. γαλλ. boîte (de vitesses)]