Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιβωτός
1 εγγραφή
κιβωτός η [kivotós] Ο34 : 1α. Kιβωτός του Mαρτυρίου ή Kιβωτός της Διαθήκης, η θήκη στην οποία οι Iσραηλίτες φυλούσαν τις πλάκες του Mωυ σή, το μάννα και τη ράβδο του Aαρών. β. Kιβωτός του Nώε, πλωτή κλειστή κατασκευή με την οποία ο Nώε, η οικογένειά του καθώς και ένα ζεύγος από τα διάφορα είδη ζώων διασώθηκαν από τον κατακλυσμό. 2. χώρος όπου διασώζεται μια πνευματική παράδοση: H Πόλη είναι η ~ του βυζαντινού ελληνισμού.

[λόγ. < αρχ. κιβωτός `κουτί, κιβώτιο΄ (ελνστ. για το Nώε, το Mωυσή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες