Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηρός
2 εγγραφές [1 - 2]
κηρός ο [kirós] Ο17 : (λόγ.) κερί: Iσπανικός* ~.

[λόγ. < αρχ. κηρός (δες στο κερί)]

κηροστάτης ο [kirostátis] Ο10 : το μανουάλι.

[λόγ. κηρο- + -στάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες