Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηροζίνη
1 εγγραφή
κηροζίνη η [kirozíni] Ο30 : προϊόν του πετρελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη και χρησιμοποιείται για φωτισμό ή ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως. || ~ αεροπορίας, καύσιμο για αεροπλάνα που κινούνται με τουρμπίνες.

[λόγ. < αγγλ. kerosine < αρχ. κηρός (δες στο κερί) -ine = -ίνη (η παραγωγή δε συμφωνεί με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες