Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κηλεπίδεσμος ο [kilepíδezmos] Ο19 : ειδικός επίδεσμος ή ζωστήρας με τον οποίο συγκρατείται η κήλη.
[λόγ. κήλ(η) + επίδεσμος μτφρδ. γαλλ. bandage herniaire]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. κήλ(η) + επίδεσμος μτφρδ. γαλλ. bandage herniaire]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |