Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεφαλόποδα τα [kefalópoδa] Ο40 : (ζωολ.) ομοταξία θαλάσσιων μαλακίων.
[λόγ. < νλατ. cephalopoda < cephalo- = κεφαλο- + -poda (ουδ. πληθ.) < αρχ. ποδ- (πούς) `πόδι΄]