Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλόδεμα
1 εγγραφή
κεφαλόδεμα το [kefalóδema] Ο49 : (λαϊκότρ.) κεφαλόδεσμος.

[μσν. κεφαλόδεμα < κεφαλο- + μσν. δέμα `ταινία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες