Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλαιούχος
1 εγγραφή
κεφαλαιούχος ο [kefaleúxos] Ο18 : ο κάτοχος μεγάλων κεφαλαίων.

[λόγ. κεφαλαι(ο)- + -ούχος απόδ. γαλλ. capitaliste]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες