Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλαιοποιώ
1 εγγραφή
κεφαλαιοποιώ [kefaleopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω ένα χρηματικό ποσό σε κεφάλαιο.

[λόγ. κεφαλαιο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. capitaliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες