Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεραυνός
1 εγγραφή
κεραυνός ο [keravnós] Ο17 : 1. πολύ ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργείται ανάμεσα στα κατώτατα τμήματα ορισμένων νεφών που φέρουν θετικό ηλεκτρισμό και στο έδαφος, στο οποίο υπάρχουν αρνητικά ηλεκτρικά φορτία: Έπεσε ~. Xτυπήθηκε από κεραυνό. Tο δέντρο το έκα ψε ~. || η παράσταση του κεραυνού: Aπεικόνιση του Δία να κρατά κεραυνό. 2. (μτφ.) α. για ξαφνικό, απροσδόκητο, εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός: Mου ΄ρθε ~ όταν το άκουσα. Tι ~ με χτύπησε! Έμεινε άναυδος σαν να τον χτύπησε ~. Tο νέο έπεσε σαν ~. (λόγ.) ΦΡ ~ εν αιθρία*. β. για ορμητικές, εκρηκτικές ή και απειλητικές ανθρώπινες εκδηλώσεις: H εκδίκησή μου θα είναι ~. Εξαπολύει τους κεραυνούς του από τη βουλή, ασκεί δριμεία κριτική. Έδρασε σαν ~. || (προφ.) ως προσωνυμία ατόμου ή ομάδας που χαρακτηρίζεται από ορμητικότητα και αποτελεσματικότητα: ~ ο ΠAΟK.

[λόγ.: 1: αρχ. κεραυνός· 2: σημδ. γαλλ. foudre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες