Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεραυνόπληκτος -η -ο [keravnópliktos] Ε5 : 1α. που χτυπήθηκε από κεραυνό. β. για ακαριαίο θάνατο: Xτυπημένος στην καρδιά έπεσε ~. 2. (μτφ.) για κπ. που δοκιμάζει μεγάλη έκπληξη για κτ. εξαιρετικά δυσάρεστο και απροσδόκητο: Όταν του το είπα έμεινε (σαν) ~.
[λόγ. < ελνστ. κεραυνόπληκτος]