Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεραυνοβόλος -α / -ος -ο [keravnovólos] Ε14 : 1α. που χτυπά ή που εμφανίζεται σαν τον κεραυνό, δηλαδή απότομα και ξαφνικά, που η δράση του είναι ακαριαία και κατά κανόνα αποτελεσματική: Kεραυνοβόλα επίθεση / ενέργεια. || ~ έρωτας, πολύ ξαφνικός και δυνατός. β. Kεραυνοβόλο βλέμμα, που κατακεραυνώνει· άγριο, επιτιμητικό ή απλώς πολύ αυστηρό. 2. (ιατρ.) για αρρώστια που εξελίσσεται ραγδαία: ~ αποπληξία.
κεραυνοβόλα & (λόγ.) κεραυνοβόλως ΕΠIΡΡ: Έδρασαν ~. [λόγ. < ελνστ. κεραυνοβόλος `που ρίχνει τον κεραυνό΄ σημδ. γαλλ. foudroyant (coup de foudre)· λόγ. κεραυνοβόλ(ος) -ως]