Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κερατένιος -α -ο [keraté
os] Ε4 : (προφ., μτφ.) 1. για κτ. που παρουσιάζει δυσκολία στην εκτέλεση: Ε! το κερατένιο το κουτί, δεν ανοίγει! Tι κερατένιο πρόβλημα είναι αυτό! || Φταίει το κερατένιο το σύστημα / η κερατένια η κοινωνία. 2. που είναι δυσάρεστος και ενοχλητικός: H κερατένια η βροχή δε λέει να σταματήσει. || (ως ουσ.) ο κερατάς2, σε μετριασμένο ύφος: Ο ~, μας την έφερε! [κέρατ(ο) -ένιος]