Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεραμωτός
1 εγγραφή
κεραμωτός -ή -ό [keramotós] Ε1 : που είναι καλυμμένος με κεραμίδια: Kεραμωτή στέγη και ως ουσ. η κεραμωτή.

[λόγ. < ελνστ. κεραμωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες