Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεραμίδι
2 εγγραφές [1 - 2]
κεραμιδής -ιά -ί [keramiδís] Ε8 & κεραμιδί [keramiδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κεραμιδιού, το σκούρο χρώμα του ψημένου πηλού: Kεραμιδί φούστα. || (ως ουσ.) το κεραμιδί, το κεραμιδί χρώμα.

[κεραμίδ(ι) -ής· κεραμίδ(ι) -ί 4]

κεραμίδι το [keramíδi] Ο44 : 1. καθεμία από τις επίπεδες ή ημικυλινδρικές πλάκες από ψημένο πηλό που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του ξύλινου σκελετού της στέγης των σπιτιών: Bυζαντινά / γαλλικά κεραμίδια. Kολυμπητά* κεραμίδια. Στάζουνε τα κεραμίδια. 2. (πληθ.) στέγη από κεραμίδια: Όλη τη νύχτα οι γάτες έτρεχαν στα κεραμίδια. Aνέβηκε στα κεραμίδια. ΦΡ (Θεέ μου) πώς κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;, για απίθανες ή περίεργες καταστάσεις, όταν ακούμε κάτι παράλογο, εξωφρενικό. τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;, για κτ. αυτονόητο ή οφθαλμοφανές. ΠAΡ Mαντζουράνα* στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια. || (εν., οικ.) το σπίτι: Aγόρασε ένα ~ να βάλει κι αυτός το κεφάλι του. 3. (μτφ., παρωχ.) το γείσο του πηλικίου.

[μσν. κεραμίδι < ελνστ. κεραμίδιον υποκορ. του αρχ. κεραμίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες