Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεραμίδα η [keramíδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) το μεγάλο κεραμίδι ή γενικά το κεραμίδι. ΦΡ του ΄ρθε ~, για απροσδόκητο, δυσάρεστο γεγονός.
[μσν. κεραμίδα < αρχ. κεραμίς, αιτ. -ίδα]
- κεραμιδαριό το [keramiδarjó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το κεραμοποιείο, κυρίως στις ΦΡ τα ΄κανε ~: α. τα έσπασε, τα κατέστρεψε όλα. β. απέτυχε παταγωδώς. θα γίνει ~!, ως απειλή.
[κεραμίδ(ι) -αριό]