Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεραμέας
1 εγγραφή
κεραμέας ο [keraméas] Ο2 : (επίσ.) κεραμοποιός.

[λόγ. < αρχ. κεραμεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες