Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεραία
1 εγγραφή
κεραία η [keréa] Ο25 : I1α. καθεμιά από τις δύο λεπτές εκφύσεις στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού των αρθρόποδων εντόμων και ορισμένων σκουληκιών, οι οποίες λειτουργούν ως αισθητήρια όργανα. β. (μτφ.) για ιδιαίτερα οξυμμένη ικανότητα αντίληψης: Οι καλλιτέχνες με τις ευαίσθητες κεραίες τους συλλαμβάνουν πρώτοι τα μηνύματα των καιρών. || Έχω στραμμένες τις κεραίες μου κάπου, είμαι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε κτ., είμαι σε εγρήγορση. 2. αγώγιμο σύρμα ή ράβδοι που, σε κατάλληλη διάταξη, χρησιμοποιούνται για να εκπέμπουν ή να λαμβάνουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα: ~ ραδιοφώνου / τηλεοράσεως. Δορυφορική ~. ~ αυτοκινήτου. Tηλεσκοπική ~. II. (γραμμ.) μικρή οριζόντια γραμμή ως σημείο μακρότητας ή ως παύλα. ΦΡ μέχρι κεραίας, με μεγάλη ακρίβεια, χωρίς να παραλείψουμε τίποτα.

[λόγ.: I1α: αρχ. κεραία· Ι1β, 2: σημδ. γαλλ. antenne· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες