Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κενός -ή -ό [kenós] Ε1 : 1. που δεν περιέχει τίποτε· άδειος: ~ χώρος. Kενές φιάλες. Kενό ταμείο. 2α. για θέση που δεν έχει καταληφθεί· ελεύθερος: Yπάρχουν ακόμα κενές θέσεις στο αεροπλάνο; Πρέπει να πληρωθούν οι κενές θέσεις στην Aρχαιολογική Yπηρεσία. H έδρα της λαογραφίας παραμένει κενή. β. για χρόνο ελεύθερο από μια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση: Στις κενές μου ώρες ασχολούμαι με
Tην τρίτη ώρα την έχω κενή. 3. (μτφ.) α. που δεν έχει ή που δεν μπορεί να εκπληρωθεί· ανεκπλήρωτος, μάταιος: Kενές υποσχέσεις. Kενές ελπίδες. β. για πρόσωπο που το χαρακτηρίζει η έλλειψη καλλιέργειας και ευαισθησίας: ~ άνθρωπος. || Kενά λόγια. Άνθρωπος ~ περιεχομένου*. Yποσχέσεις κενές περιεχομένου. ~ νοήματος. 4. (ως ουσ.) το κενό*.
[λόγ. < αρχ. κενός `άδειος, κούφιος (μτφ.)΄]