Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντρόφυγος
1 εγγραφή
κεντρόφυγος -ος / -η -ο [kendrófiγos] Ε17 : (φυσ.) που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο προς την περιφέρεια· φυγόκεντρος.

[λόγ. κεντρόφυξ < γαλλ. centrifuge < centri- = κεντρο- + -fuge = -φυξ (< φυγ-: φεύγω) κατά το πρόσφυξ (εξομάλ. με βάση τη γεν. κεντρόφυγος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες