Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεντροαφρικανικός -ή -ό [kendroafrikanikós] Ε1 : 1.που βρίσκεται στην Kεντρική Aφρική: Kεντροαφρικανική Δημοκρατία. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kεντροαφρικανική Δημοκρατία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kεντροαφρικανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. κεντρο- + αφρικανικός μτφρδ. γαλλ. centrafricain]