Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κενοτάφιο το [kenotáfio] Ο42 : ταφικό μνημείο το οποίο έχει αναγερθεί προς τιμήν νεκρών οι οποίοι όμως δεν έχουν ενταφιαστεί στο συγκεκριμένο χώρο.
[λόγ. < αρχ. κενοτάφιον]