Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κενολόγος
1 εγγραφή
κενολόγος -ος -ο [kenolóγos] Ε14 : που λέει κενολογίες. || (ως ουσ.) ο κενολόγος.

[λόγ. < ελνστ. κενολόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες