Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεμέρι
1 εγγραφή
κεμέρι το [keméri] Ο44 : δερμάτινη ζώνη με ειδικές θήκες, στις οποίες φυλούσαν τα χρήματά τους σε παλαιότερες εποχές. || (λαϊκότρ., παρωχ.) πορτοφόλι, βαλάντιο, κομπόδεμα: Έχει γεμάτο το ~ του. Έχει γερό ~.

[τουρκ. kemer (από τα περσ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες