Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κελιώτης
1 εγγραφή
κελιώτης ο [keótis] Ο10 : ονομασία μοναχού ο οποίος ζει στα κελιάI2β.

[λόγ. < ελνστ. κελλιώτης (ορθογρ. απλοπ. κατά το κελί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες