Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεκτημένος
1 εγγραφή
κεκτημένος -η -ο [kektiménos] Ε3 : κυρίως στις εκφράσεις κεκτημένη ταχύτητα, η ταχύτητα την οποία εξακολουθεί να έχει ένα σώμα και αφού σταματήσει να επενεργεί η αιτία που το έθεσε σε κίνηση και μτφ. για κτ. που συνεχίζει να γίνεται χωρίς να υπάρχει λόγος, μόνο από συνήθεια: Tο ΄κανα από κεκτημένη ταχύτητα. κεκτημένο δικαίωμα, δικαίωμα το οποίο έχει κατακτήσει κάποιος και το οποίο θεωρεί αναφαίρετο και ως ουσ. τα κεκτημένα, τα κατακτημένα, αυτά που έχουν κατακτηθεί ύστερα από αγώνες, κινητοποιήσεις κτλ.: Οι υπάλληλοι θα αγωνιστούν για τα κεκτημένα τους.

[λόγ. < αρχ. κεκτημένος `κάτοχος΄ (σπάν. με παθ. σημ.) μππ. του κτῶμαι, σημδ. γαλλ. acquis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες