Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κείθε
1 εγγραφή
κείθε [kíθe] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) εκείθε. (έκφρ.) δώθε ~, πέρα δώθε.

[< εκείθε με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες