Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καύσιμος
1 εγγραφή
καύσιμος -η -ο [káfsimos] Ε5 : που όταν καεί αποδίδει θερμική ενέργεια: Kαύσιμη ύλη. Kαύσιμο μείγμα. || (ως ουσ.) τα καύσιμα: Στερεά καύσιμα, καύσιμα σε στερεά μορφή (π.χ. ξύλο, κάρβουνο). Yγρά καύσιμα, καύσιμα σε υγρή μορφή (π.χ. βενζίνη, πετρέλαιο). Πρατήριο υγρών καυσίμων. Εξασφαλίστηκε ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα.

[λόγ. < αρχ. καύσιμος `κατάλληλος για κάψιμο΄ & σημδ. γαλλ. carburants (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες