Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καψούλα
1 εγγραφή
καψούλα η [kapsúla] Ο25 & κάψουλα η [kápsula] Ο27 : ωοειδές, σφαιρικό ή κυλινδρικό στεγανό κάλυμμα φαρμάκων που έχουν δυσάρεστη γεύση.

[κάψουλα: ιταλ. capsula ( [ká-] )· καψούλα: νέα ετυμολόγηση κατά το υποκορ. επίθημα -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες