Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφετιέρα
1 εγγραφή
καφετιέρα η [kafetxéra] Ο25α : 1. συσκευή, συνήθ. ηλεκτρική, με την οποία παρασκευάζεται καφές με διήθηση (γαλλικός, αμερικάνικος κτλ.). 2α. το γυάλινο δοχείο της καφετιέρας στο οποίο συλλέγεται και με το οποίο σερβίρεται ο καφές. β. γυάλινο, πορσελάνινο, μεταλλικό κτλ. σκεύος για το σερβίρισμα του καφέ.

[γαλλ. cafetièr(e) ή μέσω του ιταλ. caffettiera]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες