Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καφετζής ο [kafedzís] Ο8 θηλ. καφετζού* : ιδιοκτήτης καφενείου ο οποίος εργάζεται σ΄ αυτό, ετοιμάζει τους καφέδες, τους σερβίρει κτλ.
[τουρκ. kahveci -ς]
- καφετζού η [kafedzú] Ο37 : (οικ.) 1. γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την πρόβλεψη αυτών που πρόκειται να συμβούν, παρατηρώντας τα σχήματα που παίρνει το κατακάθι του ελληνικού καφέ μέσα στο φλιτζανάκι: Kάποιοι που καταφεύγουν σε καφετζούδες και μάγους απογοητεύονται σίγουρα. 2. (σπάν.) η γυναίκα του καφετζή, η οποία εργάζεται συνήθ. στο καφενείο. 3. γυναίκα που της αρέσει πολύ ο καφές, που πίνει πολλούς καφέδες: Nα ελαττώσω τον καφέ ναι, αλλά να τον κόψω εντελώς αποκλείεται· είμαι ~.
[καφετζ(ής) -ού]