Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφετής
1 εγγραφή
καφετής -ιά -ί [kafetís] Ε8 & καφετί [kafetí] Ε (άκλ.) : που έχει καφέ ή παραπλήσιο προς το καφέ χρώμα. || (ως ουσ.) το καφετί, το καφετί χρώμα.

[< καφεδής, καφεδί με τροπή [δ > t] κατά το σταχτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες